- ἐνδοξοτάτων
- ἔνδοξοςheld in esteemfem gen superl plἔνδοξοςheld in esteemmasc/neut gen superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδοξος — η, ο (AM ἔνδοξος, ον) 1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν») 2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής...… … Dictionary of Greek
Βερναρδάκης — Επώνυμο τριών αδελφών από τη Μυτιλήνη, που ασχολήθηκαν με τις επιστήμες και τα γράμματα. 1. Αθανάσιος (1844 – 1912). Οικονομολόγος, λόγιος και συγγραφέας. Σπούδασε πολιτική οικονομία στο Παρίσι (1866 70) και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου … Dictionary of Greek